ηλεκτροδυναμική

ηλεκτροδυναμική
Η μελέτη της δράσης των ηλεκτρικών φορτίων σε κίνηση. Βλ. λ. ηλεκτρισμός.
* * *
η
κλάδος τής φυσικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τής συμπεριφοράς τών ηλεκτρικών ρευμάτων, τών αγωγών, τών υποατομικών κ.λπ. σωματιδίων και τής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας παρουσία ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrodynamics < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + dynamics (πρβλ. δυναμική). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροδυναμική — η κεφάλαιο του ηλεκτρισμού που μελετά τη συμπεριφορά φορτίων που βρίσκονται σε κίνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτροδυναμική ενέργεια — Η ενέργεια που συνδέεται με την κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων και με ένα ηλεκτρικό ρεύμα. Βλ. λ. ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροδυναμικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ηλεκτροδυναμική. 2. το αρσ. ως ουσ., ηλεκτροδυναμικός επιστήμονας ειδικός στην ηλεκτροδυναμική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • κβαντομηχανική — Θεωρία της μαθηματικής φυσικής που αναπτύχθηκε από την κβαντική θεωρία του Πλανκ (Nόμπελ φυσικής 1918) και εξετάζει τη μηχανική των συστημάτων σωματίων σε ατομικό και υποατομικό επίπεδο, με τη βοήθεια μεγεθών που μπορούν να μετρηθούν. Η θεωρία… …   Dictionary of Greek

  • Άλφβεν, Χάνες Ούλαφ Γκόστα — (Hannes Olaf Gosta Alfven, 1908 – 1975). Σουηδός φυσικός. Υπήρξε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών και του Βασιλικού Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Στοκχόλμης. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Μετά από χρόνια ερευνητικής εργασίας στην… …   Dictionary of Greek

  • Αμπέρ, Αντρέ-Μαρί — (André Marie Ampére, Πολεμιέ ο Μον ντ’ Ορ, Λιόν 1775 Μασσαλία 1836). Γάλλος φυσικός, μαθηματικός, χημικός, φυσιοδίφης και φιλόσοφος. Ο πατέρας του, Ζαν Ζακ Αμπέρ, ήταν έμπορος μεταξιού, ενώ ο ίδιος, προικισμένος με πρώιμη πνευματική ωριμότητα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”